ζυγόδεσμο(ν)

ζυγόδεσμο(ν)
το , ζυγόδέτης ο гуж, ремень

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ζυγόδεσμο(ν)" в других словарях:

  • ζυγόδεσμο — το (Α ζυγόδεσμον) μακρύς σκύτινος ιμάντας με τον οποίο προσδένεται ο ζυγός πάνω στον ρυμό, στο τιμόνι, ζυγοδέτης, κν. ζυγολούρι αρχ. λέγεται για τον γόρδιο δεσμό («ἐξελόντι τοῡ ῥυμοῡ τὸν ἕστορα καλούμενον, ᾧ συνείχετο τὸ ζυγόδεσμον», Πλούτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • ζυγολούρι — και ζυγόλουρο, το (Μ ζυγόλωρον) το ζυγόδεσμο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + λουρί (< λώρος «λουρίδα»)] …   Dictionary of Greek

  • ζυγόδεσμος — ο (Α ζυγόδεσμος) το ζυγόδεσμο αρχ. μτφ. ο δεσμός τής αμαρτίας …   Dictionary of Greek

  • ομφαλός — ο (ΑΜ ὁμφαλός) 1. οπή τής κοιλιάς τού εμβρύου για τη δίοδο τών ομφαλικών αγγείων, στην περιφέρεια τής οποίας προσφύεται το περίβλημα τού ομφάλιου λώρου 2. το μέσο τού σώματος (α. «από τον ομφαλό και πάνω» β. «γυμνὰς δὲ ὀμφαλοῡ μέχρι θεώμενος τὰς… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»